Ο Δράκος της μαύρης καταιγίδας

Στα πέρατα του κόσμου, εκεί που τα βουνά σμίγουν με τους κεραυνούς και οι άνεμοι ουρλιάζουν σαν λύκοι, υπήρχε μια σκοτεινή κοιλάδα που κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Την λέγανε ” Η Χαράδρα της Καταστροφής” και εκεί ζούσε ο πιο φοβερός δράκος όλων των εποχών: ο Νόγκρεθ ο Μαύρος.

Ο Νόγκρεθ δεν ήταν σαν τους άλλους δράκους. Είχε μάτια από καπνό και φλόγες που μπορούσαν να λιώσουν ολόκληρες πόλεις. Όταν πετούσε, ο ουρανός σκοτείνιαζε και όταν βρυχούσε, σεισμοί ξυπνούσαν στα βάθη της γης. Ήταν τόσο τρομακτικός που ολοι τον φοβόντουσαν.

Κανείς δεν ήξερε γιατί ήταν τόσο θυμωμένος. Όλοι ήξεραν μόνο να τον αποφεύγουν.


Στο χωριό Φυλλόδασος, λίγο πιο πέρα από τη χαράδρα, ζούσε ένα μικρό αγόρι, ο Μίλτος. Ήταν 10 χρονών, με χρυσά μάτια και μια περιέργεια που δεν χωρούσε στον κόσμο. Ενώ όλοι μιλούσαν με τρόμο για τον Νόγκρεθ, ο Μίλτος αναρωτιόταν:

— «Μήπως είναι απλώς… μόνος του;»

Μια νύχτα, πήρε το φανάρι του, ένα κομμάτι ψωμί και σκαρφάλωσε στα βουνά. Κανείς δεν τον είδε να φεύγει.


Όταν έφτασε στην κορυφή, ο ουρανός έγινε μαύρος. Μια τεράστια σκιά εμφανίστηκε μέσα από τον καπνό: ο Νόγκρεθ. Τα μάτια του έλαμπαν σαν φλόγες.

— «Τολμάς να με πλησιάσεις, παιδί;», μουγκρησε.

Ο Μίλτος έτρεμε, αλλά στάθηκε όρθιος.
— «Δε θέλω να σε πολεμήσω. Θέλω να σε καταλάβω.»

Ο Νόγκρεθ σταμάτησε. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος δεν του φώναξε ή δεν έτρεξε να κρυφτεί.

Ο δράκος τον κοίταξε με δυσπιστία.
— «Κανείς ποτέ δε με ρώτησε γιατί καίω τον κόσμο…»
Τότε άρχισε να διηγείται στο Μιλτο. Πώς, όταν ήταν μικρός, τον κυνηγούσαν με δόρατα. Πώς οι άνθρωποι του πήραν τα αδέρφια του. Πώς μεγάλωσε μέσα στον φόβο και τη μοναξιά.

Ο Μίλτος τον άκουσε. Του έδωσε το ψωμί του.
— «Αν μείνεις κοντά μας, θα μάθεις ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί.»


Από εκείνη τη νύχτα, κάτι άρχισε να αλλάζει. Ο Νόγκρεθ εμφανιζόταν όλο και πιο κοντά στο χωριό. Πρώτα στον ουρανό, μετά στις άκρες των βουνών, και ύστερα… στο δάσος.

Οι κάτοικοι τρόμαξαν. Μα όταν είδαν τον δράκο να φυλάει τις σοδιές από αγριογούρουνα και να πετά πάνω απ’ το χωριό χωρίς να ρίχνει φλόγες, κατάλαβαν ότι κάτι είχε αλλάξει.


Ο Νόγκρεθ έγινε φύλακας του χωριού. Πέταγε στον ουρανό και καθάριζε τις θύελλες. Οι κεραυνοί πια δεν τρόμαζαν τα παιδιά. Έγιναν απλά ιστορίες.

Και ο Μίλτος; Έμεινε φίλος του για πάντα. Του έμαθε παιχνίδια, τραγούδια και ιστορίες με καλούς δράκους. Γιατί ο Νόγκρεθ έγινε ο πρώτος καλός δράκος που όλοι κάποτε φοβόντουσαν.

Και όταν μια νύχτα, μετά από χρόνια, κάποιος νέος δράκος εμφανίστηκε στον ουρανό, ο Νόγκρεθ πέταξε δίπλα του, όχι για να τον διώξει, αλλά για να τον καλωσορίσει.


📜 Παραμύθι & εικόνα: © fairytalesworld.com
Για προσωπική χρήση μόνο – Απαγορεύεται η εμπορική αναδημοσίευση χωρίς άδεια.
Δες τους Όρους Χρήσης

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση στην κορυφή